- χερσονήσιος
- χερσονήσιοςpeninsularmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χερσονήσιος — και χερρονήσιος, ησία, ον, Α [χερσόνησος / χερρόνησος] 1. αυτός που ανήκει ή που μοιάζει με χερσόνησο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χερσόνησο τής Θράκης («ὅς τὴν ἀρίστην Χερσονησίαν πλάκα σπείρει», Ευρ.) 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
χερρονησίων — χερσονήσιος peninsular fem gen pl (attic) χερσονήσιος peninsular masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερρονήσιον — χερσονήσιος peninsular masc acc sg (attic) χερσονήσιος peninsular neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερρονησίοις — χερσονήσιος peninsular masc/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερρονησίους — χερσονήσιος peninsular masc acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερρονήσιοι — χερσονήσιος peninsular masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερρονήσιος — χερσονήσιος peninsular masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσονήσιοι — χερσονήσιος peninsular masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερρονησία — χερρονησίᾱ , χερσονήσιος peninsular fem nom/voc/acc dual (attic) χερρονησίᾱ , χερσονήσιος peninsular fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερρονήσιος — ία, ον, Α βλ. χερσονήσιος … Dictionary of Greek